περικεφάλαιον

περικεφάλαιον
περικεφάλαιος
round the head
masc acc sg
περικεφάλαιος
round the head
neut nom/voc/acc sg
περικεφαλαία
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περικεφάλαιον — τὸ, ΜΑ η περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. περικεφάλαιος] …   Dictionary of Greek

  • περικεφάλαιος — αία, ον, ΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περικεφαλαία βλ. περικεφαλαία μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον η περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κεφάλαιος (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”